αγιονορείτης
Смотреть что такое "αγιονορείτης" в других словарях:
αγιονορείτης — αγιονορείτης, ο και αγιορείτης, ο ο καλόγερος του Αγίου Όρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιονορείτης — ο ο αγιορείτης* … Dictionary of Greek